- μπορντώ
- το1. ποικιλία γαλλικού κρασιού από την περιοχή τής Βουργουνδίας2. το χρώμα αυτού τού κρασιού, το σκούρο κόκκινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Bordeaux, ονομ. πόλης τής Γαλλίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… … Dictionary of Greek
μαριανιστές — οι [μαριανός] εκκλ. μέλη τού ρωμαιοκαθολικού τάγματος τής Παρθένου Μαρίας που ιδρύθηκε το 1817 από τον ιερέα Σαμινάντ στο Μπορντώ, με κύριο σκοπό τη θρησκευτική διδασκαλία, και στο οποίο ανήκαν κληρικοί και λαϊκοί … Dictionary of Greek
Ρεντόν, Οντιλόν — (Redon, Μπορντώ 1840 – Παρίσι 1916). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Είναι από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της πνευματοκρατικής και συμβολιστικής αντίδρασης απέναντι στον ρεαλισμό, που εμφανίστηκε στη Γαλλία την ίδια εποχή με την επικράτηση… … Dictionary of Greek
Σαν Σεμπαστιάν — (San Sebastian). Πόλη (περ. 181.794 κάτ.)της Β. Ισπανίας, πρωτεύουσα της βασικής επαρχίας Γκουιπούθκοα. Είναι χτισμένη κοντά στις εκβολές του ποταμού Ουρουμέα στο Βισκαϊκό κόλπο, πάνω σε έναν μικρό κόλπο, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται οι… … Dictionary of Greek
Στασινόπουλος, Μιχαήλ — Ακαδημαϊκός, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1903 και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Σταδιοδρόμησε ως εισηγητής στο Συμβούλιο Επικρατείας, έγινε πρόεδρος το 1937 και σύμβουλος το 1943,… … Dictionary of Greek